επίπεδος

επίπεδος
-η, -ο (AM επίπεδος, -ον)
αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» — η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε κατεύθυνσή της μπορεί να εφαρμοσθεί απολύτως η ευθεία γραμμή ή, με διαφορετική διατύπωση, το σχήμα που γράφει μία απέρατη ευθεία που στρέφεται γύρω από ένα σημείο
2. αυτός που έχει επίπεδες επιφάνειες, ισόπεδος, ισοπεδωμένος
3. το ουδ. ως ουσ. το επίπεδο
α) επίπεδη επιφάνεια
β) βαθμίδα ή στάθμη αναπτύξεως («οικονομικό επίπεδο», «βιοτικό επίπεδο» κ.λπ.)
γ) μτφ. κοινωνική ή πνευματική βαθμίδα (α. «ανώτερο, κατώτερο επίπεδο» β. «άνθρωποι τού ίδιου πνευματικού επιπέδου»)
δ) θέση ή τάξη στη διαβάθμιση εννοιών, αξιών ή καταστάσεων, βαθμίδα
ε) «επίπεδα σώματος»
ανατ. νοητά επίπεδα για την ακριβή περιγραφή και τον καθορισμό τών οργάνων τού σώματος
4. «επίπεδη τέχνη»
(ζωγραφ.) η τέχνη που αναπαριστάνει τα αντικείμενα πάνω σε ένα και μόνο επίπεδο, χωρίς προοπτική
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στη γη, στο έδαφος
2. (για αριθμό) α) αυτός που παριστάνει μια επιφάνεια, οι αριθμοί 2 και 3 («δύο καὶ τρία πρῶτοι ἐπίπεδοι, τὰ δὲ τέσσαρα καὶ ἐννέα τετράγωνοι», Πλούτ.)
β) τετράγωνος (αριθμός)
3. (γεωμ.) αυτός που κείται πάνω σε επίπεδη επιφάνεια
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίπεδον
α) το δάπεδο
β) επίπεδη επιφάνεια
5. φρ. «ἐξ ἐπιπέδου» — ομαλά, χωρίς δυσχέρειες.
επίρρ...
ἐπιπέδως
ομαλά, χωρίς δυσχέρειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πέδον «ἐδαφος, γη» (πρβλ. άπεδος, υψίπεδος, χαλκόπεδος κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπίπεδος — on the ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπεδος — η, ο επίρρ. α 1. που έχει ομαλή επιφάνεια (χωρίς εσοχές και προεξοχές), ο ισόπεδος, ο ισοπεδωμένος. 2. (γεωμ.), φρ., «επίπεδη επιφάνεια», η επιφάνεια σε οποιαδήποτε διεύθυνση της οποίας μπορεί να εφαρμοστεί απόλυτα η ευθεία γραμμή. 3. που έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιπεδώτερον — ἐπίπεδος on the ground masc acc comp sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp sg ἐπίπεδος on the ground adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπέδως — ἐπίπεδος on the ground adverbial ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπεδον — ἐπίπεδος on the ground masc/fem acc sg ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπεδώνω — [επίπεδος] κάνω κάτι επίπεδο, ισοπεδώνω, μεταβάλλω ανώμαλη επιφάνεια σε επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπεδεστέρῳ — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπεδωτέροις — ἐπίπεδος on the ground masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπεδέστερα — ἐπίπεδος on the ground neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπέδοιν — ἐπίπεδος on the ground masc/fem/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”